ακρομανής

ακρομανής
ἀκρομανής, -ές (Α)
1. αυτός πού βρίσκεται στα πρόθυρα τής παραφροσύνης, τής τρέλας
2. κάπως τρελός, τρελούτσικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (ΙΙ) + -μανής < ἐμάνην < μαίνομαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀκρομανής — on the verge of madness masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”